- Εὔρωπα
- Εὔρωψmasc acc sgΕὐρώπηςmasc voc sg (doric)Εὐρώπηςmasc nom sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐρώπα — Εὐρώπᾱ , Εὐρώπη Europa fem nom/voc/acc dual Εὐρώπᾱ , Εὐρώπη Europa fem nom/voc sg (doric aeolic) Εὐρώπᾱ , Εὐρώπης masc nom/voc/acc dual (doric) Εὐρώπᾱ , Εὐρώπης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρώπᾳ — Εὐρώπᾱͅ , Εὐρώπη Europa fem dat sg (doric aeolic) Εὐρώπᾱͅ , Εὐρώπης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρώπας — Εὐρώπᾱς , Εὐρώπη Europa fem acc pl Εὐρώπᾱς , Εὐρώπη Europa fem gen sg (doric aeolic) Εὐρώπᾱς , Εὐρώπης masc acc pl (doric) Εὐρώπᾱς , Εὐρώπης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρώπαν — Εὐρώπᾱν , Εὐρώπη Europa fem acc sg (doric aeolic) Εὐρώπᾱν , Εὐρώπης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρωπαϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ευρώπη ή στους Ευρωπαίους (α. «ευρωπαϊκές χώρες» β. «ευρωπαϊκή ιστορία» γ. «ευρωπαϊκός πολιτισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ευρωπαϊκά η ανδρική ενδυμασία με σακάκι και μακρύ παντελόνι, σε… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek